υπερρεαλιστής

υπερρεαλιστής
ο, θηλ. -ίστρια, Ν
οπαδός τού υπερρεαλισμού, σουρρεαλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. γαλλ. surrealiste (βλ. λ. σουρρεαλιστής) με απόδοση τού α' συνθετικού sur- (< λατ. super «υπέρ, υπεράνω») με το υπερ-*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπερρεαλιστής — ο οπαδός του υπερρεαλισμού (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερρεαλιστικός — ή, ό, Ν [υπερρεαλιστής] χαρακτηριστικός τού υπερρεαλισμού, σουρρεαλιστικός …   Dictionary of Greek

  • Εμπειρίκος, Ανδρέας — (Βραΐλα Ρουμανίας 1901 – Αθήνα 1975). Ποιητής. Ήταν γιος του εφοπλιστή Λεωνίδα Εμπειρίκου (βλ. λ. Εμπειρίκος. Όνομα οικογένειας εφοπλιστών από την Άνδρο). Φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά διέκοψε τις σπουδές του για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”